ἀγαθός
Смотреть что такое "ἀγαθός" в других словарях:
ἁγαθός — ἀγαθός , ἀγαθός good masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθός — good masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… … Dictionary of Greek
αγαθός — ή, ό 1. καλός, ενάρετος: Ήταν άνθρωπος του Θεού, αγαθός κι απονήρευτος. 2. αφελής, απλοϊκός: Ήταν ο καημένος πολύ αγαθός και συχνά την πάθαινε. 3. το ουδ. ως ουσ., αγαθό σημαίνει το καλό, η ωφέλεια, το κέρδος: Η υγεία είναι το πολυτιμότερο αγαθό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βοὴν ἀγαθός. — См. Вы храбры на словах, попробуйте на деле … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀγαθά — ἀγαθός good neut nom/voc/acc pl ἀγαθά̱ , ἀγαθός good fem nom/voc/acc dual ἀγαθά̱ , ἀγαθός good fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀγαθός — ἀγαθός , ἀγαθός good masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθῶν — ἀγαθός good fem gen pl ἀγαθός good masc/neut gen pl ἀγαθόω do good to pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀγαθόω do good to pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀγαθόω do good to pres part act masc nom sg ἀγαθόω do good to pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθόν — ἀγαθός good masc acc sg ἀγαθός good neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθεύω — [αγαθός] φαίνομαι ή γίνομαι ανόητος, αφελής, αγαθοφέρνω, κουτοφέρνω … Dictionary of Greek
ἀγαθαῖς — ἀγαθός good fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)